καθόδου

καθόδου
κάθοδος
descent
fem gen sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • θερμοηλεκτρονικό ή θερμιονικό φαινόμενο — Ιδιότητα των μετάλλων να εκπέμπουν ηλεκτρόνια σε συσχετισμό με τη θερμοκρασία τους (θα πρέπει να είναι σχετικά μεγάλη) και τη χημική τους σύσταση. Η εκπομπή των ηλεκτρονίων, που εξαρτάται από την κινητική τους ενέργεια, είναι ανάλογη προς την… …   Dictionary of Greek

  • ίγκνιτρο — Ανορθώτρια λυχνία αερίου που χρησιμοποιείται ως βαλβίδα σε ισχυρές ανορθωτικές συσκευές, στην ηλεκτροκίνηση, σε μονάδες τήξης κ.α. Αποτελείται από μια λεκάνη που περιέχει υδράργυρο (παίζει τον ρόλο της καθόδου και δημιουργεί στον αερόκενο χώρο… …   Dictionary of Greek

  • HERACLIDARUM Descensus — seu Reditus, nota celebris et character tem porum est in antiquis Chronicis, a quo initium pleriqueve faciunt Historiae verae. Unde Ephorum Cumanum, cum res publice gestas scribere instituisset, veteibus fabulis omissis, τὰ ἀπὸ τῆς Η῾ρακλειδῶν… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • αλεξίπτωτο — Συσκευή που αποσκοπεί στον περιορισμό της ταχύτητας πτώσης ενός σώματος μέσα στην ατμόσφαιρα. Επειδή η λειτουργία του βασίζεται στην εκμετάλλευση της αντίστασης του αέρα, το α. μπορεί να θεωρηθεί ένα είδος αεροδυναμικού φρένου. Πρώτος ο Λεονάρντο …   Dictionary of Greek

  • βαθυσκάφος — Υποβρύχιο σκάφος, που μπορεί να καταδύεται σε μεγάλα βάθη για την εξερεύνηση των βυθών των ωκεανών. Αυτό το ειδικό σκάφος, που το επινόησε ο Ελβετός φυσικός Ογκίστ Πικάρ, διαφέρει ουσιαστικά από τη βαθύσφαιρα που χρησιμοποίησαν οι Αμερικανοί… …   Dictionary of Greek

  • κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου …   Dictionary of Greek

  • λάμπα — Συσκευή κατάλληλη να παράγει τεχνητό φως με τη χρήση εύφλεκτων ουσιών, στερεών, υγρών ή αερίων, ή με τη μετατροπή της ηλεκτρικής ενέργειας σε φωτεινή ενέργεια. Ονομάζεται και λυχνία ή λαμπτήρας. Λ. ονομάζονται επίσης οι συσκευές που εκπέμπουν… …   Dictionary of Greek

  • ανεμοπορία — Ονομάζεται έτσι η τεχνική της πτήσης με ανεμόπτερο και η σχετική με αυτήν οργάνωση. Αν εξαιρεθεί η απουσία του κινητήρα πρόωσης, η πτήση ενός ανεμόπτερου διέπεται από τους ίδιους νόμους της αεροδυναμικής οι οποίοι ρυθμίζουν την πτήση όλων των… …   Dictionary of Greek

  • διαγωγιμότητα — Μία από τις τρεις σημαντικές παραμέτρους που χρησιμοποιούνται για την περιγραφή της συμπεριφοράς των τριόδων λυχνιών σε κυκλώματα. Συμβολίζεται με gm και ορίζεται ως ο διαφορικός λόγος: όπου ia το ανοδικό ρεύμα, Vg η τάση πλέγματος και Va η… …   Dictionary of Greek

  • θερμιονική λυχνία — Γενικός όρος με τον οποίο υποδηλώνονται ηλεκτρονικές διατάξεις που χρησιμοποιούνται ως ανορθώτριες, φωράτριες, ταλαντώτριες και ενισχύτριες ηλεκτρικών ρευμάτων. Η λειτουργία της θ.λ. βασίζεται στο θερμιονικό φαινόμενο (βλ. λ. θερμοηλεκτρονικό ή… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”